-
1 управлять
1. (приводить в действие, направлять работу, движение и т.п.) οδηγώ, ελέγχω 2. (руководить деятельностью кого-, чего-л.распоряжаться чем-л.) διευθύνω, κατευθύνωοδηγώ, διοικώ3. мор. (рулевым устройством) κυβερνώ, οδηγώ, πηδαλιουχώ 4. (грам) καθορίζω, απαιτώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управлять
-
2 управлять
-яю, -яешь μτχ. ενστ. управляющий, παθ. μτχ. ενστ. управлюемый, βρ: -ляем, -а, -оρ.δ. (με οργν.).1. διευθύνω, οδηγώ•управлять автомобилем οδηγώ το αυτοκίνητο•
управлять судном πηδαλιουχώ (τιμονιάρω) σκάφος.
|| χειρίζομαι•управлять кистью χειρίζομαι το πινέλο.
|| διευθύνω, κουμαντάρω• κανονίζω.2. διοικώ• κυβερνώ-διευθύνω•управлять государством κυβερώ το κράτος•
управлять страной κυβερνώ τη χώρα•
управлять заводом διευθύνω το εργοστάσιο.
|| διαχειρίζομαι•управлять хозяйством διαχειρίζομαι το νοικοκυριό ή την οικονομία.
|| εξουσιάζω•безумным человеком -ют страсти τον ανόητο άνθρωπο τον κυβερνούν τα πάθη.
3. (γραμμ.) καθορίζω, απαιτώ• θέλω•переходные глаголы -ют винительными падежом τα μεταβατικά ρήματα θέλουν το αντικείμενο σε αιτιατική πτώση.
1. διευθύνομαι, οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. βλ. управиться.